σινναμική

σινναμική
η, Ν
βλ. σιναμική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σιναμική — και σινναμική και σην(ν)αμική, η, Ν καθαρτικό φάρμακο από φύλλα τού φυτού κασσία το οποίο χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sinameki < αραβ. sinai meki] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”